- Φιλιππίδη
- Φιλιππίδηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλιππίδῃ — Φιλιππίδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г. … Википедия
αιμόφλυξ — ( λυγος), ο αυτός που είναι γεμάτος αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + φλυξ < φλύω «βράζω, ξεσπώ» η λ. πλάστηκε από τον Δανιήλ Φιλιππίδη αναλογικά προς τη λ. οινόφλυξ] … Dictionary of Greek
απροσδιοριστία — η 1. η ιδιότητα του απροσδιόριστου 2. η φιλοσοφική άποψη πως ένα τουλάχιστον μέρος του κόσμου δεν είναι αιτιωδώς προσδιορισμένο και λειτουργεί μέσα από ελεύθερες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < απροσδιόριστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ… … Dictionary of Greek
βοτρυανθής — ές (για φυτά και δέντρα) εκείνος του οποίου τα άνθη έχουν διάταξη βότρυος, σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βότρυς + ανθής < άνθος. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη («βοτρυανθείς θάμνοι»)] … Dictionary of Greek
ηγεμονείο(ν) — το το κτήριο όπου μένει ο ηγεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος. Η λ. στον λόγιο τ. ηγεμονείον μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
θρησκομανία — η η θρησκοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκομανής. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
κοσμηματοποιία — η η τέχνη τού κοσμηματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
μοναδιστής — ο θρησκ. αιρετικός ο οποίος πιστεύει ότι ο θεός έχει μόνο μία υπόσταση και όχι τρεις, αντιτριαδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + ιστής. Η λ. μοναδισταί μαρτυρείται από το 1801 στον Δαν. Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
ονοματομανία — η ιατρ. ακατάσχετη μανιώδης ενασχόληση με τις λέξεις και τα ονόματα από κάθε άποψη, η οποία μπορεί να προσλάβει ακόμη και τη μορφή ιδεοληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onomatomania (< όνομα + μανία). Η λ. μαρτυρείται από το 1816… … Dictionary of Greek